κληρωτάς

κληρωτάς
κληρωτά̱ς , κληρωτής
one who presided over elections by lot
masc acc pl
κληρωτά̱ς , κληρωτής
one who presided over elections by lot
masc nom sg (epic doric aeolic)
κληρωτά̱ς , κληρωτός
appointed by lot
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • MAGISTRATUS — I. MAGISTRATUS apud Romanos, varii fuêre. Varro apud A. Gellium l. 13. c. 12. In Magistratu, inquit, habent alii vocationem, alii prensionem, alii neutrum. Vocationem, ut Consules, et ceteri, qui habent imperium: Prensionem, ut Tribuni Plebis et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κληρωτός — ή, ό (AM κληρωτός, ή, όν) [κληρώ] αυτός που εκλέγεται με κλήρο, σε αντιδιαστολή με τον αιρετό ή τον χειροτονητό (α. «κληρωτό δικαστήριο» το ορκωτό δικαστήριο β. «δημοκρατικὸν μέν... τὸ κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχὰς, τὸ δ αἱρετὰς ὀλιγαρχικόν»,… …   Dictionary of Greek

  • πρόκριτος — η, ο / πρόκριτος, ον, ΝΜΑ [προκρίνω] νεοελλ. μσν. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι πρόκριτοι οι προύχοντες, οι προεστοί («τελειώνοντας ο πόλεμος, συνάχτηκαν και οι πρόκριτοι τών χωριών τής Άρτας», Μακρυγιάννης) αρχ. 1. (ιδίως για υποψηφίους που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”